Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στύπος στέλεχος

См. также в других словарях:

  • στύπος — (I) το, ΝΑ, και τ. γεν. ους και ασυναίρ. τ. εος, Α νεοελλ. 1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης 2. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • στύμος — Α (κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος* και έχει σχηματιστεί με κατάλ. μος αναλογικά προς το κορ μός ή, κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η… …   Dictionary of Greek

  • στύπεα — Α [στύπος (Ι)] (κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»